Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ψυχική (παθολογική)

  • 1 κατάσταση

    [-ις (-εως)] η
    1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;

    ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;

    αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;

    κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;

    κατάσταση τής οδού — состояние дороги;

    διεθνής κατάσταση — международное положение;

    εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;

    κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;

    η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;

    άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;

    είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;

    2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;

    μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;

    3) воен. служебное положение;

    κατάσταση ενεργείας — действительная служба;

    κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;

    κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;

    § είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;

    είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;

    είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);

    τί κατάσταση είναι αυτή;

    , что здесь происходит?;

    δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;

    ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κατάσταση

См. также в других словарях:

  • ψυχοπάθεια — Παθολογική κατάσταση της προσωπικότητας, που δημιουργείται με την απόκλιση της ανάπτυξης του ανθρώπου από το φυσιολογικό. Η αλλοίωση του χαρακτήρα προκαλείται, όταν επιδρούν σε αυτόν δυσμενείς παράγοντες, όπως η κληρονομικότητα, η κακή ενδομήτρια …   Dictionary of Greek

  • δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… …   Dictionary of Greek

  • διψομανία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς ακατανίκητης τάσης προς πόση. Ο διψομανής δεν προτιμά κατ’ ανάγκη τα οινοπνευματούχα ποτά, αλλά συχνά πίνει κάθε είδους υγρό, όπως τεράστιες ποσότητες νερού, γάλακτος κ.ά., ενώ σε ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • ψυχιατρική — Κλάδος της ιατρικής, που έχει ως αντικείμενο την κλινική μελέτη των ψυχικών νοσημάτων και τη θεραπεία τους. Η ψ. ως επιστήμη είναι σχετικά πρόσφατη, αν και οι ψυχικές διαταραχές ήταν γνωστές από τους αρχαιότατους χρόνους και διάσημοι γιατροί και… …   Dictionary of Greek

  • σπλήνα — (Ανατ.). Ενδοκοιλιακό όργανο του αιμοποιητικού συστήματος, που βρίσκεται στο πλάγιο μέρος του αριστερού υποχονδρίου, αμέσως κάτω από το διάφραγμα. Έχει σχήμα ωοειδές πεπλατυσμένο, χρώμα κόκκινο σκούρο και βάρος από 100 έως 200 γρ. στον ενήλικα.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχολογία — Ο όρος χαρακτηρίζει, όπως δείχνει και η ετυμολογία του, την επιστήμη της ψυχής και από την άποψη αυτή αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας. Από τα τέλη όμως του 19ου αι. πήρε δική της μορφή και αποτελεί ανεξάρτητη επιστήμη, της οποίας το περιεχόμενο… …   Dictionary of Greek

  • παραλήρημα — (Ιατρ.). Κατάσταση κατά την οποία ένας ψυχικά ασθενής αναπτύσσει ιδέες που βρίσκονται σε αντίθεση με την πραγματικότητα, ύστερα από ένα αρχικό λάθος στην αντίληψη των πραγμάτων ή στην κρίση επί των γεγονότων. Η διατήρηση των παραληρητικών σκέψεων …   Dictionary of Greek

  • έκσταση — Στη γενικότερη σημασία του ο όρος έ. υποδηλώνει μία κατάσταση διανοητικής απομόνωσης, φυγής από τον ομαλό ψυχικό χώρο του ατόμου, το οποίο απορροφάται από μία και μόνη ιδέα ή από μία ιδιαίτερη συγκίνηση. Μπορεί συνεπώς να ονομαστεί έ. και η έ.… …   Dictionary of Greek

  • απάθεια — Αδιαφορία, αναλγησία, αναισθησία, ηρεμία, ψυχραιμία. (Ιατρ.) Παθολογική κατάσταση που εκδηλώνεται με ολοκληρωτική αδιαφορία προς τα εξωτερικά συμβαίνοντα που προσπίπτουν στην αντίληψη, και την άμβλυνση ή την απουσία των συγκινησιακών αντιδράσεων… …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτόρροια — Η αυτόματη εκροή γάλακτος από τους μαστούς της γυναίκας. Συχνά παρατηρείται μετά το τέλος του θηλασμού, κατά την περίοδο της γαλουχίας, οπότε το φαινόμενο θεωρείται φυσιολογικό, εάν η ποσότητά του είναι μικρή και η χρονική διάρκεια της εκροής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»